- τάλανα
- τάλαςsufferingneut nom/voc/acc plτάλαςsufferingmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τάλαν' — τάλανα , τάλας suffering neut nom/voc/acc pl τάλανα , τάλας suffering masc acc sg τάλανι , τάλας suffering masc/neut dat sg τάλανε , τάλας suffering masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλανίζω — ΝΜΑ [τάλας, ανος] 1. αποκαλώ κάποιον τάλανα, ταλαίπωρο, οικτίρω 2. βασανίζω, ταλαιπωρώ μσν. εξευτελίζω, ταπεινώνω μσν. αρχ. κατηγορώ, καταγγέλλω αρχ. συμπονώ … Dictionary of Greek